φοιτήσεις

φοιτήσεις
φοίτησις
regular
fem nom/voc pl (attic epic)
φοίτησις
regular
fem nom/acc pl (attic)
φοιτάω
go to and fro
aor subj act 2nd sg (epic)
φοιτάω
go to and fro
fut ind act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • θύρα — Άνοιγμα των εξωτερικών ή των εσωτερικών τοίχων ενός κτιρίου ή ενός τείχους, που επιτρέπει τη διάβαση ανθρώπων ή οχημάτων και συνήθως κλείνεται με ένα ή περισσότερα θυρόφυλλα. Στην αρχαιότητα η θ. ήταν χώρος ιερός ή μαγικός, γι’ αυτό και οι θ. των …   Dictionary of Greek

  • υποκόλπιος — ον, ΜΑ αυτός που βρίσκεται μέσα στην αγκαλιά κάποιου («μὴ τὸν ἐραστὴν εἶδες ἔχονθ ὑποκόλπιον ἄλλην;», Ανθ. Παλ.) αρχ. 1. αυτός που είναι κρυμμένος μέσα στην αγκαλιά ή κάτω από τη ζώνη κάποιου (α. «βιβλίδιον... πολλάκι φοιτήσεις ὑποκόλπιον», Ανθ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”